- γένυ
- γένυςjawfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γένυς — γένῡς , γένυς jaw fem acc pl γένυς jaw fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… … Dictionary of Greek
genyplasty — Med. (ˈdʒɛnɪplæstɪ) [f. Gr. γένυ ς jaw, cheek + πλαστ ός moulded + y3.] An operation for restoring the cheek when it has been destroyed or is congenitally imperfect. in Dunglison Med. Lex. in Syd. Soc. Lex … Useful english dictionary